σακχαρικός

σακχαρικός
η , ό[ν] хим. сахарогенный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σακχαρικός" в других словарях:

  • σακχαρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ζάχαρη 2. χημ. αυτός που είναι σχετικός με το σάκχαρο ή αυτός που προέρχεται από χημική ένωση σακχάρου (α. «σακχαρικό άλας» β. «σακχαρικός εστέρας») 3. φρ. «σακχαρικό οξύ» χημ. κοινή ονομασία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»